- τετραπλᾶ
- τετραπλόοςfourfoldneut nom/voc/acc pl (attic)τετραπλόοςfourfoldfem nom/voc/acc dual (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετράφορος — ον, Α αυτός που φέρει τετραπλό ή τετραπλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φόρος*] … Dictionary of Greek
Σχρεϊνεμάκερς, Φραντσίσκους Αντόνιους Χαμπέτους — (Schreinemakers). Ολλανδός φυσικοχημικός (1864 1945). Διατέλεσε καθηγητής του πανεπιστήμιου της Λέιντεν. Έκανε διάφορες επιστημονικές εργασίες και συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της φυσικοχημικής ανάλυσης, της πετρογραφίας, της μεταλλουργίας … Dictionary of Greek